-
1 περιδίω
περιδίω [ῖ],A = περιδείδια, to be in great fear for, c. dat., used by Hom. only in [ per.] 3sg. [tense] impf. and always in tmesi,περὶ γὰρ δίε νηυσὶν Ἀχαιῶν Il.9.433
, 11.557 : folld. by relat. clause,περὶ γὰρ δίε ποιμένι λαῶν, μή τι πάθοι 5.566
: without dat.,περὶ γὰρ δίε, μή μιν Ἀχαιοὶ.. ἕλωρ δηΐοισι λίποιεν 17.666
, cf. Od.22.96.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιδίω
См. также в других словарях:
περιδίω — Α (επικ. τ. τού περιδείδω) φοβούμαι, ανησυχώ πολύ (α. «περὶ γὰρ δίε νηυσὶν Ἀχαιῶν» β. «περὶ γὰρ δίε ποιμένι λαῶν μή τι πάθοι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δίω, επικ. τ. τού δείδω] … Dictionary of Greek